παλιντοκία

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντοκία Medium diacritics: παλιντοκία Low diacritics: παλιντοκία Capitals: ΠΑΛΙΝΤΟΚΙΑ
Transliteration A: palintokía Transliteration B: palintokia Transliteration C: palintokia Beta Code: palintoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A demand for repayment of interest, Plu.2.295d.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réclamation d’intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.

Greek Monolingual

παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ-τοκία].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντοκία: ἡ требование о возврате уплаченных процентов Plut.