εἴρω
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
(A), aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—Pass., pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—
A fasten together in rows, string, used by Hom. only in Ep. pf. Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and plpf. Pass., μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7. II after Hom.in Act., στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77; εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c; insert, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc. ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; esp. in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499; θρῆνον J.BJ6.5.3; πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20, cf. 6.17; οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98:—Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh.1409a29. 2 εἰρόμενον, τό, 'dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.); εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)
(B),
A say, speak, tell:—Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers., μνηστῆρσιν δ' . . τάδε εἴρω 2.162, cf. 13.7; τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137:—Med. in same sense, καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513; εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542, cf. Nic.Th.359:—Pass., 3sg. εἴρεται is said, Arat.172,261: for other forms v. ἐρῶ. (ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)
(C),
A ask: for Act. forms (stem ἐρε (ϝ)-), v. ἐρέω (A): for Med. forms (stems ἐρε (ϝ)- and ἐρ (ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι.
German (Pape)
[Seite 735] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.), aneinanderreihen; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη λέξις ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Ggstz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει τέλος καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος λόγος (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. ἐερμένος, ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο.