ἐερμένος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
v. εἴρω.
Spanish (DGE)
v. 1 εἴρω.
French (Bailly abrégé)
v. εἴρω¹.
German (Pape)
ep. zu εἴρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐερμένος: эп. pf. pass. к εἴρω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐερμένος: ἔερτο, ἴδε τὸ ῥῆμα εἴρω.
English (Autenrieth)
see εἴρω.
Greek Monotonic
ἐερμένος: μτχ. Επικ. Παθ. παρακ. του εἴρω.