ἄδεια
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
(A), ἡ, (ἀδεής Α
A freedom from fear, Th.7.20; esp.safe conduct, amnesty, indemnity, ἀδείην διδόναι Hdt.2.121.ζ; τοῖς ἄλλοις ἄ. ἐδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν Antipho 5.77; ἐν ἀ. εἶναι Hdt.8.120; ἐν ἀ. οὐ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν to hold it not safe, Id.9.42; τὸ σῶμά τινος εἰς ἄ. καθιστάναι Lys.2.15; τῶν σωμάτων ἄ. ποιεῖν Th.3.58; πολλὴν ἄ. αὐτοῖς ἐψηφισμένοι ἔσεσθε ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται Lys.22.19; ἄ. τινι παρασκευάσαι Id.16.13, cf. D.13.17; παρέχειν Id.21.210; opp. ἄ. εὑρίσκεσθαι And.1.34, D.24.47; λαμβάνειν Id.18.286; ἀδείας τυγχάνειν 5.6; τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε 19.149; μετὰ πάσης ἀδείας 18.305; μετ' ἀ. 22.25:—also γῆς ἄ. a secure dwelling-place, S.OC447:—licence to bring forward proposals or make charges, D.24.45, Plu.Per.31, etc. 2 Lit. Crit., licence, ἄ. ποιητική A.D. Pron.38.3, al., Him.Or.1.1; κωμική A.D.Pron.69.19.
ἄδεια (B), ἡ, (δέομαι)
A abundance, plenty, Telesp.44.1 H.; κρεῶν Sch.Ar.Nu.386.
German (Pape)
[Seite 32] (ἀδεής), ἡ, Furchtlosigkeit, Sicherheit, ἐν ἀδείῃ οὐ ποιεῖσθαί τι, etwas für nicht gefahrlos halten, Her. 9, 42; bes. Sicherheit vor Strafe, ἄδειαν ποιησάμενος, nachdem er sich Straflosigkeit hatte zusichern lassen, Thuc. 6, 60; Plat. Legg. III, 701 a; τὰ σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν Lys. 2, 15. Freiheit, ἄδεια τοῦ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται 30, 34; ἄδειαν ποιεῖν τινι, Einem Amnestie geben, Dem. 24, 9; so δοῦναι, mit folgdm inf., Antiph. 3, 77, u. öfter bei den Rednern; auch mit dem Artikel, τοῦ μὴ παθεῖν Dem. 24, 31; vgl. Boeckh Staatshaushalt II, p. 184; ψηφίζεσθαι Andoc. 1, 11; εὑρίσκεσθαί τινι Lys. 13, 55, verschaffen; ὧν ἐφρόνουν ἔλαβον ἄδειαν, sie durften ihre Gesinnungen ungestraft äußern, Dem. 18, 286; ἀδείας τυχεῖν, sicheres Geleit erhalten, 5, 6; ἐπ' ἀδείας, in S., Luc. Tim. 14; Plut. Sol. 22; ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Caes. 2; ἄδ, πληγῶν καὶ κολάσεως qu. Rom. 111. Erlaubniß, Num. 10; so ἄδειαν διδόναι, c. inf., D. Sic. 20, 41.