παραδιόρθωσις
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A marginal correction, in pl., Plu.2.33b.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, Verbesserung durch ein Danebenstellen, Plut. de aud. poet. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιόρθωσις: ἡ, διόρθωσις ἐν τῷ περιθωρίῳ, Πλούτ. 2. 33Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire une correction mauvaise.
Étymologie: παρά, διορθόω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α παραδιορθώ
διόρθωση κειμένου στο περιθώριο.
Russian (Dvoretsky)
παραδιόρθωσις: εως ἡ поправка, исправление (на полях) Plut.