παραχώνω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
παραχώννυμι ΝΑ
επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα του εδάφους με χώμα
νεοελλ.
1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει
2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω
3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» — ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον
αρχ.
καλύπτω με χώμα τα πλάγια, σχηματίζω με χώμα κεκλιμένο επίπεδο («χῶμα παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ ποταμοῡ χεῑλος», Ηρόδ.).