ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
[Seite 524] poet. statt παράμονμος, Pind. u. Theogn.
πάρμονος
1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. (N. 8.17)
-ον, Α
ποιητ. τ. του παράμονος.
πάρμονος: (= παράμονος) Pind. = παραμόνιμος.