μέτειμι
English (LSJ)
(εἶμο
A ibo), Att. fut. of μετέρχομαι (q. v.); Dor. inf. μετίμεν Foed.Delph.Pell.2 A 25: impf. μετῄειν: Ep. aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):—go between or among, μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας Il.13.90; μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας 17.285. II go after or behind, follow, abs., ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341; Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298; τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8, etc. 2 c. acc., follow, ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d. b go to seek or fetch, go in quest of, μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19; εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ, . . μέτει πάλιν S.El.430; μετῇσαν στρώματα Ar. Eq.605, cf. Ach. 728; μ. τινὰ . . ἐκ . . Id.Pax 274; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25: metaph., search after, pursue, τέχνην Pl.Phdr.263b, Arist.Sens.436a21; ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN1098b4; μ. περί τινος Id.Rh.Al.1432b3, al.; περί τι Id.Metaph. 1044b4; μ. τὸν λόγον Pl.Men.74d, Sph.252b: abs., pursue a question, οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo.91b24, cf. Pl.Smp.210a, etc. c Trag., pursue with vengeance, εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch.273, cf.Ag.1666 (troch.), S.El.478 (lyr.); also in Th., τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62; μ. δίκας τινά (δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu.231; τὸν διδάσκαλον δίκην μέτειμι E.Ba.346; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib.517. d pursue, go about, δόλῳ μέτειμι . . φόνον Id.Med.391. e canvass for an office, μ. ὑπατείαν, Lat. ambire consulatum, Plu.Publ.11; ἀρχήν Id.Cic.1. f μ. θυσίῃσι [τοὺς ἀνέμους] approach them with sacrifices, Hdt.7.178: c. acc. et inf., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν besought each one not... Th.8.73; also ἕκαστον μετιόντες ὅπως ἀποστήσωσιν Id.3.70 (unless ἀ. goes with ἔπρασσον). III pass by, A.R.2.688. 2 pass over, πρός τινα Hdn.5.4.6. 3 recur, return, ἐκεῖσε ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Ar.Nu.1408, cf. Ach. Tat.6.2.
μέτειμι (εἰμί
A sum), to be among, c. dat. pl., ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91; ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388; οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109; εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386. II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu.575; κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT630, cf. Ant.1072, Ar.Av.1666, 1668; πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1292a3: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg.900e, etc. 2 sts. the share is added in nom., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107, cf. E.IT1299, Pl.Prm.163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v. ἴσος 11.2), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap.19c. 3 with inf. as subj., πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν . . ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R.490b, cf. 606b.
German (Pape)
[Seite 157] (s. εἶμι), 1) zwischen, unter Mehreren gehen, ῥεῖα μετεισάμενος κρατερὰς ὤτρυνε φάλαγγας, leicht dazwischen wandelnd, Il. 13, 90. 17, 285. – 2) nachgehen, hinterhergehen, ἢ ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι, ich werde nachgehen, folgen, Il. 6, 341; πόλεμόνδε, nach dem Kriege, in den Krieg gehen, 13, 298. – Dah. verfolgen, nachsetzen, auch rächen, bestrafen, τινά, Aesch. Ag. 1651, τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους, Ch. 271; auch δίκας μέτειμι τόνδε φῶτα, Eum. 222; vgl. Soph. Δίκη μέτεισιν οὐ μακροῦ χρόνου, El. 469; δόλῳ μέτειμι καὶ σιγῇ φόνον, Eur. Med. 391, u. δίκῃ μέτειμί τινα, Bacch. 346; auch τῶν δ' ἄποιν' ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός σε, ib. 517; so Plat. Legg. VI, 154 e u. Sp., wie Luc. D. D. 6, 2 u. öfter; – ἴχνος, einer Spur nachgehen, sie verfolgen, Plat. Phaedr. 276 d; dah. τέχνην ῥητορικήν, d. i. die Rhetorik betreiben, Phaedr. 263 b u. öfter; ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν, Xen. Mem. 4, 2, 9; Arist. de sens. 1; Luc. Icarom. 31; übh. untersuchen, behandeln in der Rede, Plat. Conv. 210 a Soph. 252 b u. Folgde; ὑπατείαν, sich um das Consulat bewerben, Plut.; mit Bitten angehen, ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, Thuc. 8, 73, vgl. 3, 70; auch τινὰ θυσίαις, Her. 7, 178, vgl. μετέρχομαι; – nach Etwas gehen, um es zu holen, μετῇσαν στρώματα, Ar. Equ. 603; Her. 3, 15. 28. 9, 33; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ, Xen. Hell. 2, 11, 6. – 3) übergehen zu etwas Anderem, Luc. Prom. 18; πρός τινα, zu Einem übertreten, zu dessen Partei, Hdn. 5, 4, 11. – 4) zurückkehren; ἐκεῖσε τοῦ λόγου μέτειμι Ar. Nubb. 1390; Sp. – Adj. verb. μετιτέον, D. L. 6, 5. (s. εἰμί), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω, Il. 22, 388, wie ὄφρα ζωοῖσι μετείω, 23, 47, οὔτοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ γέρων μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀθανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; θανὼν φθιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνθρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.