περικόπτης

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικόπτης Medium diacritics: περικόπτης Low diacritics: περικόπτης Capitals: ΠΕΡΙΚΟΠΤΗΣ
Transliteration A: perikóptēs Transliteration B: perikoptēs Transliteration C: perikoptis Beta Code: periko/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, mason, POxy. 1146.15 (iv AD).
thief, robber, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 580] ὁ, Dieb, Räuber, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

περικόπτης: -ου, ὁ, κλέπτης, «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α περικόπτω
1. τέκτονας, κτίστης
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής».