οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Ν
1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού
2. ως ουσ. το περιπλέον
καθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον του περίπλεος.