πικρίζω

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίζω Medium diacritics: πικρίζω Low diacritics: πικρίζω Capitals: ΠΙΚΡΙΖΩ
Transliteration A: pikrízō Transliteration B: pikrizō Transliteration C: pikrizo Beta Code: pikri/zw

English (LSJ)

   A to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37 ; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.

German (Pape)

[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.

French (Bailly abrégé)

avoir un goût d’amertume.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.

Greek Monotonic

πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.