πικρίδιος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
α, ον,
A somewhat bitter, σῦκα Ath.3.78a.
German (Pape)
[Seite 614] bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.
Greek (Liddell-Scott)
πικρίδιος: -α, -ον, ὑπόπικρος, «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. μεσ-ίδιος)].