πικρίδιος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίδιος Medium diacritics: πικρίδιος Low diacritics: πικρίδιος Capitals: ΠΙΚΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: pikrídios Transliteration B: pikridios Transliteration C: pikridios Beta Code: pikri/dios

English (LSJ)

α, ον, somewhat bitter, σῦκα Ath.3.78a.

German (Pape)

[Seite 614] bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίδιος: -α, -ον, ὑπόπικρος, «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. μεσίδιος)].