πλοχμός
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ὁ,
A like πλόκαμος, mostly in pl., locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39. II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.
Greek (Liddell-Scott)
πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.
English (Autenrieth)
=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.
Greek Monolingual
-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].
Greek Monotonic
πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.