Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.
και πλυτήρ -ῆρος, ὁ, Α
σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. υγραντήρ)].