πολύκενος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον,
A containing much void, porous, Arist.Pr.940a4; τόπος Epicur.Ep.2p.37U.; φύσεις Id.Nat.2.9, cf. Dsc.5.108, Plu.2.721c, Gal.9.181.
German (Pape)
[Seite 664] mit vielen leeren Stellen, Zwischenräumen, Plut. Symp. 8, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκενος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κενά, χάσματα, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 89, Πλούτ. 2. 721C.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά κενά
2. πορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κενός (πρβλ. ημί-κενος)].
Russian (Dvoretsky)
πολύκενος: 1) имеющий пустоты (ἀήρ Arst.);
2) пористый (ὁ σίδηρος Plut.).