προεκλέγω
From LSJ
English (LSJ)
A collect moneys before or in advance, [τὰ] προεξειλεγμένα D.18.234, 50.9; χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου App.BC5.2.
German (Pape)
[Seite 719] (s. λέγω), vorher auslesen, eincassiren, χρήματα ἦν προεξειλεγμένα, Dem. 18, 234, wie 50, 9.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλέγω: συλλέγω χρήματα πρὸ τοῦ καιροῦ, τὰ προεξειλεγμένα Δημ. 305. 18., 1209. 7· τὰ χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 2.
French (Bailly abrégé)
percevoir par avance (de l’argent) acc..
Étymologie: πρό, ἐκλέγω.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
εκλέγω προηγουμένως
Greek Monotonic
προεκλέγω: μέλ. -ξω, συλλέγω χρήματα που δεν οφείλονται ακόμα, σε Δημ.