προκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκέφᾰλος Medium diacritics: προκέφαλος Low diacritics: προκέφαλος Capitals: ΠΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: proképhalos Transliteration B: prokephalos Transliteration C: prokefalos Beta Code: proke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with a sugar-loaf head, PGrenf.1.33.8 (ii B. C.), Sch.Ar.Av.282.    II of verses, with a syllable prefixed (as Il.5.349), Ps.-Plu.Metr.2.

German (Pape)

[Seite 730] mit vorstehendem Kopfe, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

προκέφᾰλος: -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, οἷον ἐν Ἰλ. Ε. 343.

Greek Monolingual

ο / προκέφαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει
2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος.