προσδιαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιᾰναγκάζω Medium diacritics: προσδιαναγκάζω Low diacritics: προσδιαναγκάζω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: prosdianankázō Transliteration B: prosdianankazō Transliteration C: prosdianagkazo Beta Code: prosdianagka/zw

English (LSJ)

   A assist in forcing, Hp.Art.6.

German (Pape)

[Seite 755] noch dazu zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιᾰναγκάζω: ἀναγκάζω, βιάζω προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.

Greek Monolingual

Α
αναγκάζω κάποιον ή κάτι ακόμη, κάνω κάποιον ή κάτι ακόμη να βιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαναγκάζω «επιφέρω βία, αναγκάζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαναγκάζω terugdwingen, terug forceren; met acc. en inf.. ὃ προσδιαναγκάζει τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος ἐς τὴν φύσιν ἀπιέναι wat de kop van de bovenarm dwingt om weer zijn natuurlijke plaats in te nemen (d.w.z. terugdwingt in zijn natuurlijk plaats) Hp. Art. 6.