προσσυμβάλλομαι
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
Med.,
A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.