προσυποβάλλω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A place under, submit besides, Plu.2.814f:—Pass., Gal.18(2).454.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu unterwerfen, τράχηλον, Plut. reip. ger. praec. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προσυποβάλλω: ὑποβάλλω προσέτι, Πλούτ. 2. 814F, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
placer en outre dessous.
Étymologie: πρός, ὑποβάλλω.
Greek Monolingual
Α ὑποβάλλω
τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῡ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
προσυποβάλλω: сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).