πρωτουργός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.
Greek Monolingual
-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.