σάλπιγγα
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
η / σάλπιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ
πνευστό μουσικό όργανο, κατασκευασμένο από μέταλλο, το οποίο παράγει ήχο καθαρό και διαπεραστικό με τη δόνηση τών χειλιών πάνω σε ένα κυπελλόσχημο επιστόμιο και χρησιμοποιείται σήμερα, κυρίως στο στρατό, για την μετάδοση τών παραγγελμάτων
νεοελλ.
1. (παλαιότερα) εξάρτημα αυτοκινήτου, κλάξον, κόρνα
2. ανατ. ονομασία που δίνεται σε βραχείς και ευρείς αγωγούς (α. «ευσταχιανή σάλπιγγα» — βλ. ευσταχιανός
β. «φαλλόπειος σάλπιγγα» — βλ. φαλλόπειος)
μσν.-αρχ.
φρ. α) «σάλπιγξ Χριστοῦ»
μτφ. το ευαγγέλιο
β) «ἡ μεγάλη τοῦ πνεύματος σάλπιγξ» — προσωνυμία του αποστόλου Παύλου
γ) «ἡ τοῦ εὐαγγελικοῡ κηρύγματος σάλπιγξ» — προσωνυμία του Βαρνάβα
αρχ.
1. το σάλπισμα
2. είδος πτηνού με φωνή παραπλήσια προς τον ήχο της σάλπιγγας, ο ορχίλος
3. ένας κομήτης
4. προσωνυμία της Αθηνάς στο Άργος ως εφευρέτιδας της σάλπιγγας
5. φρ. α) «σάλπιγξ ἡ ἱερά» — σάλπιγγα χρησιμοποιούμενη για ιερούς σκοπούς
β) «Πιερικὰ σάλπιγξ»
μτφ. προσωνυμία του Πινδάρου
γ) «Παιανέων σάλπιγξ»
μτφ. προσωνυμία του Δημοσθένους
δ) «οὐρανίη σάλπιγξ» — η βροντή
ε) «Τυρσηνικὴ σάλπιγξ» — σάλπιγγα με πολύ οξύ, διαπεραστικό ήχο
στ) «σάλπιγξ θαλασσία» — το ψάρι σάλπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -ιγξ, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. μουσικών οργάνων (πρβλ. σύρ-ιγξ, φόρμ-ιγξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. του μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λιθουαν. švilpti «σφυρίζω»].