σινίον

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίον Medium diacritics: σινίον Low diacritics: σινίον Capitals: ΣΙΝΙΟΝ
Transliteration A: siníon Transliteration B: sinion Transliteration C: sinion Beta Code: si/nion

English (LSJ)

(parox.), τό, late word for

   A sieve, Id. (cf. σεννίον).

German (Pape)

[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.

Greek (Liddell-Scott)

σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.

Greek Monolingual

και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

σινίον: τό, κόσκινο (άγν. προέλ.).