σιτόμετρον
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
German (Pape)
[Seite 886] τό, – σιτομέτριον, Plut. parall. 31.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. σιτομετρία.
English (Strong)
from σῖτος and μέτρον; a grain-measure, i.e. (by implication) ration (allowance of food): portion of meat.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σιτομέτριον.
Russian (Dvoretsky)
σῑτόμετρον: τό продовольственный паек Plut.