σκόλοπας
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
Greek Monolingual
ο / σκόλοψ, -οπος, ΝΜΑ
σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι
νεοελλ.
μτφ. βάσανο, ενόχλημα
αρχ.
1. μικρή σχίζα, αγκάθι
2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα
3. το οξύ άκρο αλιευτικού αγκίστρου
4. δέντρο
5. αιχμηρή προβολή στο πόδι πουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκόλ-οψ εντάσσεται στην οικογένεια του ρ. σκάλλω «σκαλίζω, γλύφω» (πρβλ. λατ. scalpo και τα αρχ. άνω γερμ. scelifa «φλούδα», αγγλοσαξ. scielf «αιχμή βράχου», λιθουαν. sklempti «ροκανίζω») και εμφανίζει φωνηεντισμό -ο- και επίθημα -οψ, πιθ. κατά τα προσηγορικά σε -οψ (πρβλ. σκάλοψ). Προβλήματα ωστόσο για την ομαλή ένταξη του τ. στην οικογένεια του σκάλλω γεννούν αφ' ενός η σημ. της λ. «πάσσαλος, παλούκι», αφ' ετέρου το επίθημα -οψ, που δεν απαντά σε άλλον συγγενή ινδοευρωπαϊκό τ.].