σκῦρος
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
ὁ,= λατύπη,
A chippings of stone, used as road-metal, IG42 (1).102.27 (Epid., iv B.C.), Sch.Pi.P.5.124, Hsch., cf. Poll.9.104; cf. σκῖρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éclat, morceau de pierre.
Étymologie: DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à σκῖρος.
Greek Monolingual
και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: stone-chippings, rubble (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).
Derivatives: σκυρωτὰ ὁδός road paved with σ. (Pi. P. 5, 93), τὰ σκυρω[τά] n. pl. (Delos IIIa), σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν H. (Hp.?), σκυρώδης consisting of σ. (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. skiaurė̃ small fish-case with holes, kiáuras with holes, Germ., e.g. OHG scora shovel, OWNo. skora scour, scrubb, Skt. skauti disturb, browse, poke(?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name Σκῦρος (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes σκῖρος as variant, and concludes that the word is Pre-Greek.