σκύζα
English (LSJ)
ἡ,
A lust, Philet. ap. Hsch.: as a term of abuse applied to a woman, Supp.Epigr.4.47 (Messana, Defixio).
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, Brunst, Geilheit, Philetas bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκύζα: ἡ, (κύω, κυέω) ὀργασμός, ἐπιθυμία, ἀσέλγεια, Φιλέτ. 32, ἀλλ’ ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 648.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
rut.
Étymologie: DELG σκύζομαι grogner.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σφοδρή σαρκική επιθυμία, οργασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. cauda «ουρά», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. σκύζομαι με αρχική σημ. «γρυλίζω, γογγύζω»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lust, heat (Philet. 27[?; s. Powell ad. loc.], Supp. Epigr. 4, 47 (Messana IIp[?]; personified of a woman).
Derivatives: σκυζάω (ἀνα-, ἐκ-) to be in heat, of dogs, horses a. o. (Cratin., Arist. a. o.) with -ησις f. (Ar. Byz.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Not with Brugmann4 137, Bechtel Dial. 2, 876 a. 888 and Schwyzer 296 to σπάζει σκυζᾳ̃. Ἀχαιοί H. from IE *skʷād- : -skʷud-; σπάζει rather to σπάσαι, σπάω. -- To be rejected also Sturtevant Lang. 17, 10 (to Lat. cauda). -- The word could be Pre-Greek (note the meaning), from *skutya.