στλέγγιστρον
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
τό,= στλεγγίς, EM725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.
German (Pape)
[Seite 945] τό, seltener στέλγιστρον, = στλεγγίς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στλέγγιστρον: τό, = στλεγγίς, Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.
Greek Monolingual
και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α
στλεγγίδα, ξύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κόμισ-τρον)].