ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Full diacritics: στροβανίσκος | Medium diacritics: στροβανίσκος | Low diacritics: στροβανίσκος | Capitals: ΣΤΡΟΒΑΝΙΣΚΟΣ |
Transliteration A: strobanískos | Transliteration B: strobaniskos | Transliteration C: strovaniskos | Beta Code: strobani/skos |
ὁ, tripod, Hsch.
[Seite 954] ὁ, = τρίπους, Hesych.
στροβανίσκος: ὁ, τρίπους, Ἡσύχ.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. στρόβος.