συγγνωστός

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

όν, also ή, όν Sch.S. Tr.727:—

   A pardonable, allowable, E.Heracl.435,981, Ar.Th.418, Phld. Mort.20, etc.; συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., S.Fr.352, E. Alc.139, Med.491,703, cf. Ba.1039: c. part., αὐτοῖς συγγνωστὰ πλάττουσιν . .they may be forgiven for . ., v.l.in Plu.2.1083f.    2 of persons, σ. τῆς φιλοτιμίας Philostr.VS1.8.3, cf. Max.Tyr.4.3: c.part., σ. ἐπικλασθείς for being... Plu.Cor.36, cf. Luc.Anach.34; σ. εἰ . . Id.DDeor.6.3.

German (Pape)

[Seite 962] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωστός: -όν, καὶ ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Σοφ. Τρ. 729 ἡ, όν· - ῥημ. ἐπίθετ., συγχωρητός, ἄξιος συγγνώμης, δυνάμενος νὰ συγχωρηθῇ, Εὐρ. Ἡρακλ. 435, 981, Βάκχ. 1039, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, κτλ.· - συγγνωστὸν ἢ συγγνωστά ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 323, Εὐρ. Ἄλκ. 140, Μήδ. 491, 703, κτλ.· μετὰ μετοχ., αὐτοῖς συγγνωστὸν πλάττουσιν ..., εἶναι συγχωρητοὶ διά ..., Πλούτ. 2. 1083F. 2) ἐπὶ προσώπων, σ. τῆς φιλοτιμίας Φιλόστρ. 491, πρβλ. Μάξ. Τύρ. 4. 3· μετὰ μετοχ., σ. ἐπικλασθείς, ἐπὶ τῷ ὅτι ... Πλουτ. Κοριολ. 36, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 34· σ. εἰ ..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 3. - Ἐπίρρ. -τῶς, μεταγεν., Θεόδ. Μετοχ. σ. 498Β.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
pardonnable, excusable ; συγγνωστόν ἐστι ou συγγνωστά ἐστι avec l’inf., c’est chose pardonnable de, que ou si ; αὐτοῖς συγγνωστόν avec un part. PLUT c’est chose pardonnable pour eux de, ils sont excusables de ; συγγνωστός avec un part. PLUT (il est) excusable de.
Étymologie: συγγιγνώσκω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγνωστός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α συγγιγνώσκω
άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος
αρχ.
φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — είναι άξιο συγχώρησης το να....
επίρρ...
συγγνωστῶς Μ
κατά τρόπο συγγνωστό.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγνωστός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α συγγιγνώσκω
άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος
αρχ.
φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — είναι άξιο συγχώρησης το να....
επίρρ...
συγγνωστῶς Μ
κατά τρόπο συγγνωστό.