συμπληθύνω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληθύνω Medium diacritics: συμπληθύνω Low diacritics: συμπληθύνω Capitals: ΣΥΜΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: symplēthýnō Transliteration B: symplēthynō Transliteration C: symplithyno Beta Code: sumplhqu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A help to increase, X.Oec.18.2.    2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.    II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.

German (Pape)

[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνωαὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.

French (Bailly abrégé)

compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].