συνεκλάμπω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A shine forth together, Plu.2.627c, Longin.44.3.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten, Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλάμπω: ἐκλάμπω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 672D, Λογγῖν. 44. 3.
French (Bailly abrégé)
briller avec.
Étymologie: σύν, ἐκλάμπω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].
Greek Monolingual
ΜΑ
αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].