συναπολαμβάνω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40. II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
French (Bailly abrégé)
recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.