συνεπεισπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεισπίπτω Medium diacritics: συνεπεισπίπτω Low diacritics: συνεπεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synepeispíptō Transliteration B: synepeispiptō Transliteration C: synepeispipto Beta Code: sunepeispi/ptw

English (LSJ)

   A rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.

French (Bailly abrégé)

faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].