συνεξαίρω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξαίρω Medium diacritics: συνεξαίρω Low diacritics: συνεξαίρω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΙΡΩ
Transliteration A: synexaírō Transliteration B: synexairō Transliteration C: syneksairo Beta Code: sunecai/rw

English (LSJ)

   A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of . ., Plu.Ant. 12.    2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72.    II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8.    III remove as well, in dissection, Gal.2.699.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).

French (Bailly abrégé)

1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.