σύγκληση

From LSJ
Revision as of 20:14, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].