συγκρέκω

From LSJ
Revision as of 18:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρέκω Medium diacritics: συγκρέκω Low diacritics: συγκρέκω Capitals: ΣΥΓΚΡΕΚΩ
Transliteration A: synkrékō Transliteration B: synkrekō Transliteration C: sygkreko Beta Code: sugkre/kw

English (LSJ)

   A accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael.NA11.1.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenweben, Ael. H. A. 11, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρέκω: ᾄδω ὁμοῦ, Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. συγκράζω.

French (Bailly abrégé)

faire résonner avec, τινι.
Étymologie: σύν, κρέκω.

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].