Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπράκτωρ

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπράκτωρ Medium diacritics: συμπράκτωρ Low diacritics: συμπράκτωρ Capitals: ΣΥΜΠΡΑΚΤΩΡ
Transliteration A: sympráktōr Transliteration B: sympraktōr Transliteration C: sympraktor Beta Code: sumpra/ktwr

English (LSJ)

Ion. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ,

   A helper, assistant, Hdt.6.125, cf. X.Cyr.3.2.29: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, S.OT 116; συμπράκτορες τῆς αἰτίας involved as accomplices in the charge, Antipho 3.4.6.

German (Pape)

[Seite 989] ορος, ὁ, ion. συμπρήκτωρ, Helfer; ὁδοῦ, Soph. O. R. 116, Gefährte; Her. 6, 125; Xen. Cyr. 3, 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συμπράκτωρ: Ἰων. -πρήκτωρ, ορος, ὁ, ὁ συμπράττων, βοηθός, συνεργός, Ἡρόδ. 6. 125· σ. γενέσθαι τινὶ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 29· μετὰ γεν. πράγμ., σ. ὁδοῦ, συνοδοιπόρος, Σοφ. Ο. Τ. 116· συμπράκτορες τῆς αἰτίας, περιλαμβανόμενοι ὡς συνεργοὶ εἰς τὴν κατηγορίαν, Ἀντιφῶν 124. 33.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.
Étymologie: συμπράσσω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Greek Monolingual

και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Greek Monotonic

συμπράκτωρ: Ιων. -πρήκτωρ, -ορος, , βοηθός, αρωγός, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Ξεν.· με γεν. πράγμ., συμπράκτωρ ὁδοῦ, σύντροφος στο ταξίδι, συνοδοιπόρος, σε Σοφ.