συναλθάσσομαι
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Greek Monolingual
Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.