κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Full diacritics: φώρτατος | Medium diacritics: φώρτατος | Low diacritics: φώρτατος | Capitals: ΦΩΡΤΑΤΟΣ |
Transliteration A: phṓrtatos | Transliteration B: phōrtatos | Transliteration C: fortatos | Beta Code: fw/rtatos |
Sup. of φώρ (q. v.).
φώρτατος: ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
-άτη, -ον, Α
αυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].