υβριστικός
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.