ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
ὁ, Μ(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματολοιχός].