ὑλοτομία

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοτομία Medium diacritics: ὑλοτομία Low diacritics: υλοτομία Capitals: ΥΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: hylotomía Transliteration B: hylotomia Transliteration C: ylotomia Beta Code: u(lotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A felling of wood, Arist.Pol.1258b31, PLond.3.1171.58 (i B.C.), Ael.NA3.21.

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, das Holzhauen, -fällen, Arist. pol. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτομία: ἡ, τὸ κόπτειν ξύλα, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4, Αἰλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
coupe d’arbres ou de bois.
Étymologie: ὑλοτόμος.

Greek Monolingual

η / ὑλοτομία, ΝΑ υλοτόμος
1. η κοπή δένδρων από το δάσος
2. συνεκδ. το υλοτόμιο
νεοελλ.
η εκμετάλλευση τών δασών.

Greek Monotonic

ὑλοτομία: ἡ, υλοτομία ή κόψιμο ξύλων, σε Αριστ.