χειμάμυνα

From LSJ
Revision as of 11:30, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμάμῡνα Medium diacritics: χειμάμυνα Low diacritics: χειμάμυνα Capitals: ΧΕΙΜΑΜΥΝΑ
Transliteration A: cheimámyna Transliteration B: cheimamyna Transliteration C: cheimamyna Beta Code: xeima/muna

English (LSJ)

[ᾰμ], ἡ,

   A defence against winter, thick winter cloak, A.Fr.449, S.Fr.1112, Ael.Dion.Fr.445.

German (Pape)

[Seite 1342] ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάμῡνα: ἡ, ἄμυνα κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν ἱμάτιον, «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, Ὅμηρος δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα.

Russian (Dvoretsky)

χειμάμῡνα: ἡ защита от холода, т. е. зимний плащ Aesch., Soph.