υπαίτιος

From LSJ
Revision as of 14:51, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀναίτιος].