χαμός

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ο, Ν χάνω
1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός της μητέρας της τήν συνέτριψε»)
2. εξαφάνισηπέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει»)
3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)
β) μεγάλη καταστροφήμετά την έκρηξη της βόμβας έγινε χαμός»)
4. φρ. «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου.

German (Pape)

ὁ, bei Hesych. = καμπύλος; ὁ, der gekrümmte Angelhaken, hamus, auch χαβός geschrieben, Schol. Ar. Eq. 1147.