φιληδής

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐληδής Medium diacritics: φιληδής Low diacritics: φιληδής Capitals: ΦΙΛΗΔΗΣ
Transliteration A: philēdḗs Transliteration B: philēdēs Transliteration C: filidis Beta Code: filhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of pleasure, Arist.EN1157a33.    II easily pleasing, τινι Sch.Pi.P.2.133.

German (Pape)

[Seite 1277] ές, das Süße, Angenehme, das Vergnügen liebend, Arist. eth. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φῐληδής: -ές, ὁ τὰ ἡδέα φιλῶν, ὁ ἀγαπῶν ἡδονάς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4. ΙΙ. εὐάρεστος, ἀρεστός, εὐαρέστησιν ἐμποιῶν, εὐφραντικός, «οὐ γὰρ προσήκει σε κολακεύουσιν ἥδεσθαι· οἱ γὰρ τοιοῦτοι φιληδεῖς εἰσι παισί, τελείοις γε μὴν οὐκέτι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime ou recherche le plaisir.
Étymologie: φίλος, ἡδύς.

Greek Monolingual

-ές, Α
φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ηδής (< ἧδος τὸ «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ-ηδής].

Greek Monotonic

φῐληδής: -ές (ἦδος), αυτός που αγαπά την ευχαρίστηση, σε Αριστ.