ὑπεκπροφεύγω
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.
French (Bailly abrégé)
s’enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.
Greek Monolingual
Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.