χούς

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῡ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.